γίνομαι

γίνομαι
+ V 431-618-398-337-390=2174 Gn 1,3(bis).5(bis).6(bis)
to be born, to be begotten Wis 7,3; to be created Is 48,7; to come about Ex 10,22; to happen to, to be done to [τινι] Tob 11,15; to happen, to take place 2 Mc 1,32; to become Gn 4,6; to be [+adv.] Tob 7,10; to fall to, to belong to [τινος] Gn 30,42; to fall to [τινι] Gn 21,9; to turn into [εἴς τι] Gn 20,12
μὴ γένοιτο (μοι) far be it (from me) Gn 44,17; ἐὰν δὲ γενομένη γένηται ἀνδρί if she had become the woman of, if she had been married Nm 30,7; ἐγενήθη αὐτῷ εἰς γυναῖκα she became his wife Ru 4,13; τῷ Σημ ἐγενήθη καὶ αὐτῷ to Sem himself also were children born Gn 10,21; οὐκ ἐγενήθη τὸ πάσχα τοῦτο no such passover had been celebrated 2 Kgs 23,22; περὶ τὸ σάββατον ἐγίνοντο they celebrated the Sabbath 2 Mc 8,27; καὶ ἐγένετο (semit.?; stereotypical rendition of ויהי) and it happened Gn 4,8
*Jos 16,1 (καὶ) ἐγένετο (τὰ ὅρια) (and the borders) were-(הגבול) ויהי for MT (הגורל) ויצא (and the lot) came out, see ὅριον, see also Jos 15,1, 17,1, 1 Sm 22,3, 1 Chr 14,17; *Is 2,1 γενόμενος that happened, came to pass-היה? for MT חזה (that Isaiah) saw; *Jer 6,1(2) γίνεται is coming -היה for MT הנוה the pasture; *Jer 15,11 γένοιτο amen, so be it-אמן for MT אמר he said; *Mi 2,1 ἐγένοντο they were-היו for MT הוי woe, see also Jer 37(30),7
Cf. HELBING 1928, 64; KRAFT 1972b, 164; RENEHAN 1982, 48; WALTERS 1973, 115-117; →NIDNTT; TWNT
(→διαγίνομαι, ἐμπαραγίνομαι, ἐπιγίνομαι, ἐπιπαραγίνομαι, καταγίνομαι, μεταγίνομαι, παραγίνομαι, περιγίνομαι, προγίνομαι, προσγίνομαι, συγ-, συμπαραγίνομαι,,)

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γίνομαι — γίνομαι, έγινα (σπάν. γίνηκα), γινωμένος βλ. πίν. 121 (και ως απρόσ. γίνεται) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • γίνομαι — έγινα και γίνηκα, γινωμένος 1. δημιουργούμαι: Το σπίτι μας έγινε μετά το σεισμό. 2. πραγματοποιούμαι, διεξάγομαι: Ο αρραβώνας τους έγινε το καλοκαίρι. 3. διαμορφώνομαι, καταντώ: Πώς έγινε έτσι το πουλόβερ μου; 4. ωριμάζω: Τα μήλα δεν έγιναν ακόμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γίνομαι — γίγνομαι come into a new state of being pres ind mp 1st sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καγκαινιάζω — γίνομαι ισχνός, γίνομαι λιπόσαρκος λόγω ασθενείας («καγκάνιασε το μωρό, γιατί βγάζει δόντια»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κάγκανος «πολύ ξηρός»] …   Dictionary of Greek

  • ακροκοκκινίζω — γίνομαι ελαφρά κόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιρρ. ακρο (ΙΙ) + κοκκινίζω ή παράγωγο του ακροκόκκινος] …   Dictionary of Greek

  • ανακρατύνομαι — γίνομαι πάλι κραταιός, ανακτώ τη δύναμη μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κρατύνομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις (ανακρατυνόμενος)] …   Dictionary of Greek

  • ανωμαλεύω — γίνομαι ανώμαλος …   Dictionary of Greek

  • γαληνώνω — γίνομαι γαλήνιος, ησυχάζω …   Dictionary of Greek

  • γιγαντεύομαι — γίνομαι γίγαντας, αποκτώ υπερβολική δύναμη …   Dictionary of Greek

  • διαδουλώνομαι — γίνομαι δούλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”